μαλλιοκέφαλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαλλιοκέφαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαϊκότροπο) λέξη που χρησιμοποιειται στη φράση πλήρωσα τα μαλλιοκέφαλά μου για κάποια ιδιαίτερα ακριβή αγορά ή πληρωμή για παροχή υπηρεσιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαλλιοκέφαλα
|