Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέσω τρίτου < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

μέσω τρίτου

  • σύστημα πληρωμής όπου ο καταναλωτής εξασφαλίζει την έγκριση του ασφαλιστικού φορέα, πιστωτικού ιδρύματος η τριτεγγυητή για την κάλυψη των δαπανών και ο πωλητής υπηρεσιών φροντίζει να να εισπράξει από αυτόν τα έξοδα ασφαλισμένου. Είναι ο κανόνας στα δημοσια νοσοκομεία.

  Μεταφράσεις επεξεργασία