λύκον
Ποντιακά (pnt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λύκον < λύκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλύκον αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο λύκος
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 10.