Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λουτράρηδες

  1. λουτράρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. λουτράρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. λουτράρης, στην κλητική του πληθυντικού