Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λιμναίοι

  1. λιμναίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. λιμναίος, στην κλητική του πληθυντικού