Ετυμολογία

επεξεργασία
ληστοφυγόδικος < ληστής + φυγόδικος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ληστοφυγόδικος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία