Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιντ < γερμανική Lied (τραγούδι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιντ ουδέτερο άκλιτο, συχνά απαντώμενα στον πληθυντικό ως λίντερ (γερμανικά: Lieder)

  • (μουσικολογία) μελοποιημένο ποίημα για φωνή και συνοδεία πιάνου, που άνθισε καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα στη δυτικοευρωπαϊκή μουσική

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία