Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λειχηνιάρηδες

  1. λειχηνιάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. λειχηνιάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. λειχηνιάρης, στην κλητική του πληθυντικού