Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

λειχηνιάρη

  1. λειχηνιάρης, στη γενική του ενικού
  2. λειχηνιάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. λειχηνιάρης, στην κλητική του ενικού