λαφυραγώγησις
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαφυραγώγησις < ελληνιστική κοινή λαφυραγωγῶ, λαφυραγωγέω, λαφυραγωγη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαφυραγώγησις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις λάφυρον και ἄγω
Πηγές
επεξεργασία- λαφυραγώγησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)