Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαγάρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαγάρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) το καθαρό υγρό, αυτό που έχει διυλισθεί και είναι απαλλαγμένο από ξένες ουσίες
    αυτό είναι κρασί λαγάρα
  2. (λαϊκότροπο) ο τίμιος, άξιος εμπιστοσύνης, άνθρωπος
    είναι λαγάρα άντρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία