λαγάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαγάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαγάρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το καθαρό υγρό, αυτό που έχει διυλισθεί και είναι απαλλαγμένο από ξένες ουσίες
- αυτό είναι κρασί λαγάρα
- (λαϊκότροπο) ο τίμιος, άξιος εμπιστοσύνης, άνθρωπος
- είναι λαγάρα άντρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαγάρα
|