λάχνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λάχνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάχνη θηλυκό
- (ανατομία) πολύ λεπτή νηματοειδής προεξοχή διαφόρων υμένων
- εντερική λάχνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία λάχνη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαλάχνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάχνη θηλυκό