Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάχνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάχνη θηλυκό

  1. (ανατομία) πολύ λεπτή νηματοειδής προεξοχή διαφόρων υμένων
    εντερική λάχνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάχνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάχνη θηλυκό

  1. χνούδι