λάλλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λάλλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάλλη θηλυκό
- χαλίκι, παραθαλάσσια ή παραποτάμια πέτρα που έχει στρογγυλέψει το νερό, «παραποτάμιοι ψήφοι»
- ※ αἱ δ᾽ ὑπένερθεν λάλλαι κρυστάλλῳ ἠδ᾽ ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο ἐκ βυθοῦ
- (χρειάζεται μετάφραση)
- (Θεόκριτος, Θεοκρίτου Ειδύλλιον κβ', Ὕμνος εἰς Διοσκούρους, 39 [2])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Β΄, 1909 [1], αναφέρεται ως διάλεκτος Ικαρίας)
Πηγές
επεξεργασία- λάλλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.