Ετυμολογία

επεξεργασία
κωλοτρίβομαι < λείπει η ετυμολογία

κωλοτρίβομαι

  • προκαλώ
    Όλο με μεγαλύτερούς της τρέχει και κωλοτρίβεται. Μέχρι την περασμένη βδομάδα τα' χε με τον Νάσο. Τώρα τα 'φτειαξε με τον κολλητό του τον Τζίμη (Ο τελευταίος κύκνος, Στέφανος Δάνδολος, 2009 [1])
  • πλησιάζω υστερόβουλα
    Του αρκούσε η εκτίμηση των συναδέλφων του, να κωλοτρίβεται με τους προϊσταμένους και να πετά καμιά φορά με το εταιρικό τζετ. (Ο ανδαλουσιανός φίλος, Alexander Soderberg, 2013 [2])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία