κωδωνοστάσιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωδωνοστάσιον (μαρτυρείται από το 1867) [1] < → και δείτε τη λέξη κωδωνοστάσιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωδωνοστάσιον, -ου ουδέτερο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 585, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου