Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κρηναίοι

  1. κρηναίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. κρηναίος, στην κλητική του πληθυντικού