Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κρηναίο

  1. κρηναίος, στην αιτιατική του ενικού

κρηναίο, ουδέτερο του κρηναίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού