Ετυμολογία

επεξεργασία
κρατούντες < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρατούντες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • οι κυβερνώντες, αυτοί που έχουν την εξουσία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία