Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοφίσι < stockfish

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοφίσι ουδέτερο

  • αποξηραμένο ψάρι (συνήθως μπακαλιάρος). Η ξήρανση γίνεται με τον αέρα (δλδ. όχι ωρίμανση με αλάτι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία