κουτουλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουτουλίζω < κουτρώ
Ρήμα
επεξεργασίακουτουλίζω κερατίζω,
για τους ανθρώπους κτυπώ με το κεφάλι ή κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω
«εσύ κοτυλάς από τη νύστα»
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουτουλίζω | κουτούλιζα | θα κουτουλίζω | να κουτουλίζω | κουτουλίζοντας | |
β' ενικ. | κουτουλίζεις | κουτούλιζες | θα κουτουλίζεις | να κουτουλίζεις | κουτούλιζε | |
γ' ενικ. | κουτουλίζει | κουτούλιζε | θα κουτουλίζει | να κουτουλίζει | ||
α' πληθ. | κουτουλίζουμε | κουτουλίζαμε | θα κουτουλίζουμε | να κουτουλίζουμε | ||
β' πληθ. | κουτουλίζετε | κουτουλίζατε | θα κουτουλίζετε | να κουτουλίζετε | κουτουλίζετε | |
γ' πληθ. | κουτουλίζουν(ε) | κουτούλιζαν κουτουλίζαν(ε) |
θα κουτουλίζουν(ε) | να κουτουλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουτούλισα | θα κουτουλίσω | να κουτουλίσω | κουτουλίσει | ||
β' ενικ. | κουτούλισες | θα κουτουλίσεις | να κουτουλίσεις | κουτούλισε | ||
γ' ενικ. | κουτούλισε | θα κουτουλίσει | να κουτουλίσει | |||
α' πληθ. | κουτουλίσαμε | θα κουτουλίσουμε | να κουτουλίσουμε | |||
β' πληθ. | κουτουλίσατε | θα κουτουλίσετε | να κουτουλίσετε | κουτουλίστε | ||
γ' πληθ. | κουτούλισαν κουτουλίσαν(ε) |
θα κουτουλίσουν(ε) | να κουτουλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουτουλίσει | είχα κουτουλίσει | θα έχω κουτουλίσει | να έχω κουτουλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουτουλίσει | είχες κουτουλίσει | θα έχεις κουτουλίσει | να έχεις κουτουλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουτουλίσει | είχε κουτουλίσει | θα έχει κουτουλίσει | να έχει κουτουλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουτουλίσει | είχαμε κουτουλίσει | θα έχουμε κουτουλίσει | να έχουμε κουτουλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουτουλίσει | είχατε κουτουλίσει | θα έχετε κουτουλίσει | να έχετε κουτουλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουτουλίσει | είχαν κουτουλίσει | θα έχουν κουτουλίσει | να έχουν κουτουλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουτουλίζω
|