κομπλέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπλέρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπλέρ ουδέτερο άκλιτο
- εξάρτημα ή μηχανισμός που χρησιμεύει για την εμπλοκή και απεμπλοκή της μετάδοσης της κίνησης μεταξύ των διάφορων μερών, σύνδεσμος κίνησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομπλέρ
|