Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κολοσσιαίοι

  1. κολοσσιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. κολοσσιαίος, στην κλητική του πληθυντικού