Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολεκτιβίζω < κολεκτιβισμός

  Ρήμα επεξεργασία

κολεκτιβίζω

→ δείτε τη λέξη  κολεκτιβοποιώ