Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

  • κλάδος της ανθρωπολογίας σχετικός με τη μελέτη της πολιτισμικής ποικιλίας μεταξύ των ανθρώπων.

Δείτε επίσης επεξεργασία