Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλεινόν άστυ : → δείτε τις λέξεις κλεινός και άστυ (ένδοξη πόλη)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κλεινόν άστυ και κλειναί Ἀθῆναι

Οι παραθεριστές επιστρέφουν στο κλεινόν άστυ.