→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κινύρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κινύρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • έγχορδο μουσικό όργανο των αρχαίων Εβραίων που παίζονταν με ή χωρίς πλήκτρο
    Καὶ ἐλάμβανε Δαυὶδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ. (Παλαιά Διαθήκη, Βασιλειῶν Α΄, 16.23)
    Ἡ μὲν κινύρα δέκα χορδαῖς ἐξημμένη τύπτεται πλήκτρῳ. (Ιώσηπος Φλάβιος, Ἱουδαϊκὴ ἀρχαιολογία, 7.12.3)

Δείτε επίσης

επεξεργασία