κινύρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινύρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακινύρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- έγχορδο μουσικό όργανο των αρχαίων Εβραίων που παίζονταν με ή χωρίς πλήκτρο
- Καὶ ἐλάμβανε Δαυὶδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ. (Παλαιά Διαθήκη, Βασιλειῶν Α΄, 16.23)
- Ἡ μὲν κινύρα δέκα χορδαῖς ἐξημμένη τύπτεται πλήκτρῳ. (Ιώσηπος Φλάβιος, Ἱουδαϊκὴ ἀρχαιολογία, 7.12.3)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κινύρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.