Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κενοδόξως < κενόδοξ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

κενοδόξως

  Πηγές επεξεργασία