Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατραπακιάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
(
λαϊκότροπο
)
κατραπακιάζω
(el)
βλ.
ραπίζω
κοπανώ δυνατά στο κεφάλι
διαλύω ψυχικά, πολιτισμικά κτλ.