κατατρόπωσις
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατατρόπωσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- κατατροπή (διαφορετική κατεύθυνση)
- κατατρόπωμα
- → δείτε τις λέξεις κατατροπῶ και κατατροπόομαι (κατετροπώσατο
Πηγές
επεξεργασία- κατατρόπωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κατατρόπωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.