Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατατοκίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κατατοκίζω

  • κάνω κάποιον φτωχό παίρνοντας από αυτόν μεγάλους τόκους