Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπειρατηρία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταπειρατηρία θηλυκό

  • αρχαίο ναυτικό εργαλείο, πέτρινη ή συνήθως μολύβδινη βολίδα, οποία είχε αφενός σκοπός την μέτρηση του βάθους του βυθού της θάλασσας καθώς και δειγματοληψία του