καταπειρατηρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπειρατηρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπειρατηρία θηλυκό
- αρχαίο ναυτικό εργαλείο, πέτρινη ή συνήθως μολύβδινη βολίδα, οποία είχε αφενός σκοπός την μέτρηση του βάθους του βυθού της θάλασσας καθώς και δειγματοληψία του