Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κατακλυσμιαίοι

  1. κατακλυσμιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. κατακλυσμιαίος, στην κλητική του πληθυντικού