Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κατακλυσμιαίο

  1. κατακλυσμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

κατακλυσμιαίο, ουδέτερο του κατακλυσμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού