καρυοκατάκτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καρυοκατάκτης | οἱ | ...?...αι | ||||
γενική | τοῦ | καρυοκατάκτου | τῶν | καρυοκατακτῶν | ||||
δοτική | τῷ | καρυοκατάκτῃ | τοῖς | καρυοκατάκταις | ||||
αιτιατική | τὸν | καρυοκατάκτην | τοὺς | καρυοκατάκτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ...?...ᾰ | ...?...αι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρυοκατάκτᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καρυοκατάκταιν | ||||||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - 1η κλίση, ομάδα «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρυοκατάκτης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- καρυοθραύστης
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 40 , 53b, @scaife.perseus, @el.wikisource
- ὅτι Πάμφιλος ἐν Γλώσσαις μουκηροβαγόν φησι καλεῖσθαι τὸν καρυοκατάκτην ὑπὸ τῶν Λακώνων ἀντὶ τοῦ ἀμυγδαλοκατάκτην· μουκήρους γὰρ Λάκωνες καλοῦσι τὰ ἀμύγδαλα.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 40 , 53b, @scaife.perseus, @el.wikisource
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀμυγδαλοκατάκτης
- → και δείτε τις λέξεις κάρυον και κατάγνυμι
Πηγές
επεξεργασία- καρυοκατάκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.