ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρυοκατάκτης οἱ ...?...αι
      γενική τοῦ καρυοκατάκτου τῶν καρυοκατακτῶν
      δοτική τῷ καρυοκατάκτ τοῖς καρυοκατάκταις
    αιτιατική τὸν καρυοκατάκτην τοὺς καρυοκατάκτᾱς
     κλητική ! ...?...ᾰ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρυοκατάκτ
γεν-δοτ τοῖν  καρυοκατάκταιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - 1η κλίση, ομάδα «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρυοκατάκτης < κάρυον + κατάγνυμι (σπάζω, κατακερματίζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρυοκατάκτης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία