Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλογιάννος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλογιάννος αρσενικό

  • το πτηνό κοκκινολαίμης

  Μεταφράσεις επεξεργασία