Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαθιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

καλαθιάζω

  • βάζω μια ποσότητα προϊόντων σε καλάθια


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία