Ετυμολογία

επεξεργασία
κίσηρας ήδη από τον 9ο αιώνα < κίσηρος ή κισήριον + -ας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κίσηρας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία