κάνδαυλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάνδαυλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάνδαυλος, -ου αρσενικό
- (γαστρονομία) όνομα εδέσματος που αναφέρεται στον Αθήναιο (Δειπνοσοφιστές) αλλά και από άλλους συγγραφείς
- καὶ ὅτι βρῶμα παρ' αὐτοὺς εὕρητο κάνδαυλος, παρώνυμον ἴσως τῷ παρ' αὐτοῖς τυράννῳ Κανδαύλῃ - και ότι φαγητό υπήρχε σε αυτούς, ο κάνδαυλος, παρώνυμο ίσως με τον τύραννό τους Κανδαύλη (Από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίικης, στα Σχόλια της Ιλιάδος («Παρεκβολαὶ εις την Ομήρου Ιλιάδα καὶ Οδύσσειαν»), αναφερόμενους στους Λυδούς σχετικά με τον κάνδαυλο[1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Commentarii ad Homeri Illiadem: ad fidem exempli Romani editi, Volume 4, Eustathii, Archiepiscopi Thessalonicensis, σελ. 71