Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

την ιλύ (el) θηλυκό

  • αιτιατική και κλητική κλίση ενικού του ουσιαστικού ιλύς