Ετυμολογία

επεξεργασία
ιθύφαλλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιθύφαλλος αρσενικό

φαλλός σε στύση:

  1. χορός
  2. ομοίωμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία