Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόθεν < αρχαία ελληνική θεόθεν

  Επίρρημα

επεξεργασία

θεόθεν

  1. από θεού, εκ θεού

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόθεν < θεός + ὅθεν

  Επίρρημα

επεξεργασία

θεόθεν

  1. από θεό, ή θεά, ή θεούς, εκ θεού ή θεάς ή θεών
  2. με την βοήθεια θεού, ή θεών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία