θεόθεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεόθεν < αρχαία ελληνική θεόθεν
Επίρρημα επεξεργασία
θεόθεν
- από θεού, εκ θεού
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
θεόθεν
- από θεό, ή θεά, ή θεούς, εκ θεού ή θεάς ή θεών
- με την βοήθεια θεού, ή θεών
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεόθεν
|