Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεράπαινα < θηλυκό του θεράπων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεράπαινα θηλυκό