Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοπροπέω < θεοπρόπος

  Ρήμα επεξεργασία

θεοπροπέω

  • μαντεύω κατά θεό, ή θεούς, προφητεύω