θαυματοποιική
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαθαυματοποιική < από το επίθετο θαυματοποιικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθαυματοποιική
- η τέχνη του ταχυδακτυλουργού, του ικανού σε τεχνάσματα ή σε μαγικά κόλπα
θαυματοποιική < από το επίθετο θαυματοποιικός
θαυματοποιική