Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.çi.ɾo.piˈu.me/
Ομόηχο: ηχηροποιούμαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ηχηροποιούμε

  • α' πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ηχηροποιώ