Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηπατοσπληνική διόγκωση < → δείτε τις λέξεις ήπαρ, σπλήνα και διόγκωση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ηπατοσπληνική διόγκωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία