Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλίου φαεινότερο < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

ηλίου φαεινότερο

  1. ολοφάνερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία