Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡβητής < ἡβέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡβητής αρσενικό

  • αυτός που περνά απο την παιδική ηλικία σε αυτή της ήβης

Συνώνυμα

επεξεργασία