Ετυμολογία

επεξεργασία
ζούλια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζούλια θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) ζήλια
    Μια ζούλια σερνόταν κρυφή. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)