Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
εἴην
  • α΄ πρόσωπο εν. ευκτικής ενεστώτα του ρήματος εἰμί (όλα τα πρόσωπα: εἴην, εἴης, εἴη, εἴημεν και εἶμεν, εἴητε και εἶτε, εἴησαν και εἶεν)
→ δείτε τη λέξη  εἰμί